προσβολη

προσβολη
    προσβολή
    προσ-βολή
    ἥ
    1) прикладывание, приложение
    

(ἥ τῆς σικύας π. Her., Arst.)

    2) прикосновение
    

τρίβῳ καὴ προσβολαῖς Aesch. — от трения и (постоянных) прикосновений (стершаяся монета);

    ὃ παρέχει προσβολέν καὴ ἐπαφήν Plat. — то, что можно щупать и осязать;
    προσβολαὴ προσώπων Eur. — поцелуи;
    μετὰ προσβολῆς Arst. — с прикосновением, т.е. участием (органов речи)

    3) применение
    

προσβολῇ πυρὸς ἢ χειμῶνος Plat. — путем применения огня или холода

    4) обращение, вращение, поворачивание
    

(τῶν ὀμμάτων πρός τι Plat.)

    5) вход, подступ, доступ
    

(ἥ τοῦ στομάχου π. Arst.)

    ἥ περὴ τὸ Ἑπτάχαλκον ἔφοδος καὴ π. Plut. — вход и подступ к Гептахалку;
    προσβολέν ἔχειν τῆς Σικελίας Thuc. — представлять (удобный) подступ к Сицилии

    6) место захода или стоянки, бухта, гавань
    

(τῶν ὁλκάδων Thuc.)

    7) нападение, натиск, атака
    

(πρὸς τὸ τεῖχος Her. и τῷ τείχει Thuc.; προσβολὰς ποιεῖσθαι κατὰ γῆν ἅμα καὴ κατὰ θάλασσαν Plut.)

    προσβολαὴ Ἐρυνύων Aesch. — посещения Эриний;
    προσβολαὴ κακαί Eur. — тяжелые удары (судьбы)

    8) перен. клеймо, пятно
    

δυοῖν εἶχε προσβολὰς μιασμάτοιν Aesch.(Клитемнестра) была запятнана двумя преступлениями


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "προσβολη" в других словарях:

  • προσβολῇ — προσβολή application fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολή — application fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • προσβολή — η 1. επίθεση, έφοδος, χτύπημα. 2. βλάβη υγείας: Πνευμονική προσβολή. 3. υβριστική, ταπεινωτική πράξη ή συμπεριφορά: Η αθέτηση του γάμου ήταν προσβολή για το κορίτσι. 4. αμφισβήτηση, άρνηση αποδοχής: Έγινε προσβολή της διαθήκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσβόλῃ — πρόσ βούλομαι will pres subj mid 2nd sg (epic) πρόσ βούλομαι will pres ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολαῖς — προσβολή application fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολαί — προσβολή application fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολῆς — προσβολή application fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολῇσι — προσβολή application fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολήν — προσβολή application fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβολῶν — προσβολή application fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»